Στο νησί λειτουργούν από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 μονάδες αφαλάτωσης, οι οποίες πολλαπλασιάστηκαν μετά τη μεγάλη ξηρασία του 2008, κατά την οποία όλα τα φράγματα της Κύπρου είχαν στερέψει. Προς αντιμετώπιση εκείνης της κρίσης η τότε κυβέρνηση αναγκάστηκε να μεταφέρει εκατομμύρια τόνους νερού στην Κύπρο με βυτιοφόρα/τάνκερ, εισάγοντας από την Ελλάδα τις ποσότητες. Το κόστος ήταν τεράστιο και η λύση των τάνκερ εγκαταλείφθηκε μετά τις πέντε μονάδες αφαλάτωσης θαλασσινού νερού που λειτούργησαν μετά το 2009. Και οι μονάδες αφαλάτωσης όμως δεν θεωρήθηκαν λύσεις βέλτιστων πρακτικών, αφού το κόστος παραγωγής ενέργειας για τη λειτουργία τους είναι μεγάλο. Για τα δεδομένα της Κύπρου πριν 15 χρόνια, οι αφαλατώσεις ήταν λύσεις ανάγκης που υιοθετήθηκαν ελλείψει άλλης εναλλακτικής επιλογής.
Μία εντελώς διαφορετική πολιτική για την αντιμετώπιση της ανομβρίας στη βόρεια πλευρά του νησιού ακολούθησαν οι Τουρκοκύπριοι εισάγοντας νερό από την Τουρκία μέσω υποθαλάσσιου αγωγού, η κατασκευή του οποίου ξεκίνησε στις αρχές της περασμένης δεκαετίας και ολοκληρώθηκε το 2015. Έχοντας να αντιμετωπίσουν από τη δεκαετία του ‘90 φαινόμενα εξάντλησης των υδάτινων πόρων, οι Τουρκοκύπριοι είδαν το νερό της Τουρκίας, το οποίο καταλήγει σε υδατοφράκτη δυτικά της Λευκωσίας, να επιτρέπει την άρδευση και ύδρευση όλης της αγροτικής περιοχής της Μόρφου.
Το ευεργέτημα όμως του νερού για τους Τουρκοκύπριους βαθαίνει παράλληλα την εξάρτησή τους από την Τουρκία. Ενδεικτικά ο ίδιος ο Ταγίπ Ερντογάν είχε εγκαινιάσει το 2015 τον μήκους 107 χιλιομέτρων υποθαλάσσιο αγωγό, με την προσδοκία να διοχετεύει κάθε χρόνο 75 εκατομμύρια κυβικά μέτρα νερού στο νησί. Χαρακτηρίζοντάς τον αγωγό ειρήνης, ο Τούρκος πρόεδρος είχε δηλώσει τότε πως το νερό της Τουρκίας θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και από τους Ελληνοκύπριους, σε περίπτωση λύσης του Κυπριακού.
Πηγή: DW