Ενεργειακή αυτονομία της Ελλάδος – Όλες οι απαντήσεις που θέλετε να μάθετε

Είναι ενεργειακά αυτόνομη η Ελλάδα; Ποιες είναι οι βασικές ενεργειακές πηγές της χώρα μας; Το σημαντικότερο ποια είναι η ανταγωνιστικότητα τους; Ποια είναι η προοπτικής αξιοποίησης των ΑΠΕ; Τι συμβαίνει με τα υδροηλεκτρικά και τα υπεράκτια αιολικά πάρκα;

Το ζήτημα της ενεργειακής ασφάλειας, αλλά και πολλά άλλα αποτέλεσαν το αντικείμενο Ημερίδας της Ακαδημίας Αθηνών με θέμα: «Ενεργειακή Αυτοδυναμία της Ελλάδος στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Πολιτικής για την Ενέργεια». Σκοπός της Ημερίδας που έγινε σχετικά πρόσφατα ήταν η εξέταση των γενικότερων θεμάτων διαθεσιμότητας, βιωσιμότητας και αυτοδυναμίας των ενεργειακών πηγών της χώρας στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής πολιτικής για την ενέργεια και την κλιματική αλλαγή, αλλά και της εθνικής πολιτικής για την ενέργεια και το κλίμα. Τα θέματα της Ημερίδας προσέγγισαν εκπρόσωποι από τον ακαδημαϊκό χώρο, την Πολιτεία, καθώς και τον τομέα της Ενέργειας.

Με αφορμή την Ημερίδα αυτή η Ακαδημία Αθηνών έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα την σύνοψη των συμπερασμάτων:

ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (ΕΕ) VIS-Α-VIS ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Η έννοια της ενεργειακής αυτοδυναμίας απουσιάζει από τα κείμενα της EE. Η παραπάνω απουσία αποτελεί απόλυτα λογική τοποθέτηση για μια ευρεία περιοχή όπου το δημόσιο χρέος ανέρχεται κατά μέσο όρο μόνον στο 75% του ΑΕΠ και όπου συνεπώς μπορεί να θεωρείται αποδεκτή η εξάρτηση από τρίτες χώρες, με την προϋπόθεση ότι η ασφάλεια εφοδιασμού επιτυγχάνεται από πηγές αξιόπιστες με οικονομικά ανεκτούς όρους. Αντίθετα για την Ελλάδα, που βρίσκεται σε ιδιάζουσα γεωπολιτική θέση, καμία εξωτερική ενεργειακή πηγή δεν μπορεί να θεωρείται τελείως αξιόπιστη επειδή δε η χώρα βαρύνεται με το υψηλότερο στην Ευρώπη δημόσιο χρέος, κάθε επιβάρυνσή του είναι ανεπιθύμητη. Παρόλα αυτά, από το 2005 έως το 2020, και ενώ η ΕΕ μείωσε το βαθμό εξάρτησής της, η Ελλάδα χειροτέρευσε σημαντικά τη θέση της.

Η ενέργεια που καταναλώνουμε στην Ελλάδα προέρχεται κατά 78% από εισαγόμενα υγρά καύσιμα και φυσικό αέριο (ΦΑ), ενώ μόλις το 22% προέρχεται από τους εγχώριους λιγνίτες και τις ΑΠΕ. Έτσι, ο τομέας της ενέργειας αποτελεί σημαντικό αρνητικό παράγοντα στο ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών επιβαρύνοντας διαχρονικά το δημόσιο χρέος.

Προκύπτει, επομένως η ανάγκη να διερευνηθεί ο βαθμός κατά τον οποίο μια πολιτική ενεργειακής αυτοδυναμίας για την Ελλάδα είναι αναγκαία ή δυνατή.

ΟΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΕΣ ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥΣ

Πώς μπορεί να επιτευχθεί η μείωση της ενεργειακής εξάρτησης της Ελλάδος; Υπάρχουν πηγές ενέργειας στην Ελλάδα, που ΔΕΝ προσφέρονται για την επίτευξη αυτοδυναμίας, όπως ο λιγνίτης και η πυρηνική ηλεκτροπαραγωγή. Ειδικά για το λιγνίτη, σημειώνεται ότι για την ταχεία απολιγνιτοποίηση του ελληνικού μείγματος ηλεκτρικής ενέργειας, όλα τα λιγνιτικά εργοστάσια θα κλείσουν μέχρι το 2028. Οι προοπτικές του Φυσικού Αερίου στην Ελλάδα απαιτούν περαιτέρω μελέτη, έρευνα και επενδύσεις.

Οι ελπίδες για επίτευξη ενεργειακής αυτοδυναμίας παραμένουν συνεπώς στην αξιοποίηση των ΑΠΕ εφόσον η «πράσινη» ηλεκτροπαραγωγή μπορεί να αποθηκευτεί στους χρόνους που δεν είναι διαθέσιμη και να μπορεί να παραχθεί με κόστος ανταγωνιστικό.

Προοπτική αξιοποίησης των ΑΠΕ στην Ελλάδα

Η Ελλάδα διαθέτει αξιόλογο δυναμικό ΑΠΕ, που πρέπει να αξιοποιηθεί, δεδομένου άλλωστε ότι το 2014, η Ελλάδα ήταν στις 5 πρώτες χώρες παγκοσμίως σε κατά κεφαλήν παραγωγή πράσινης ενέργειας και στις 2 πρώτες ευρωπαϊκές στην εξοικονόμηση ενέργειας, ενώ σήμερα το ελληνικό πρόγραμμα για κλιματική ουδετερότητα είναι από τα πιο φιλόδοξα της ΕΕ.

Μπορεί η ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται στην Ελλάδα από ΑΠΕ να γίνει εξαγώγιμη;

Η ανταγωνιστικότητα ενός αγαθού δεν προσδιορίζεται στον τόπο της δημιουργίας του σε σχέση με άλλες πρωτογενείς πηγές παραγωγής, αλλά στην τόπο της κατανάλωσης. Στην περίπτωση ειδικά του ηλεκτρισμού, καθοριστικός παράγων ανταγωνιστικότητας είναι η τιμή πώλησης η οποία πρέπει να είναι η φθηνότερη από όλες όσες προσφέρονται την ίδια περίοδο στην ίδια αγορά.

Εξετάζοντας τις χώρες με τη μεγάλη κατανάλωση, διαπιστώνεται ότι η ελληνική ηλεκτρική ενέργεια δύσκολα μπορεί να αποτελέσει για αυτές την φθηνότερη πηγή. Είναι δύσκολο, π.χ., το πράγματι αξιόλογο αιολικό δυναμικό του Αιγαίου, να ανταγωνιστεί στη Δυτική Ευρώπη το αντίστοιχο της Βαλτικής και της Βορείου Θάλασσας όπου ο αέρας είναι σταθερός, προβλέψιμος και αξιόπιστος. Σημειώνεται σχετικά ότι η Δανία σχεδιάζει να εκμεταλλευθεί το αιολικό δυναμικό της Ευρώπης με υπεράκτιες ανεμογεννήτριες και τεχνητές νήσους.

Η ενεργειακή αυτοδυναμία ως στρατηγικός στόχος

Πολλοί από τους ομιλητές της Ημερίδας θεωρούν ότι για την Ελλάδα η ενεργειακή αυτοδυναμία ή τουλάχιστον η ελαχιστοποίηση της εξάρτησης, είναι στόχος επιθυμητός και επιτεύξιμος και ότι αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την αξιοποίηση των γνωστών ΑΠΕ και επιπλέον του υδρογόνου και των βιοκαυσίμων. Ως κύριους πυλώνες για την επίτευξη αυτού του στόχου προτείνουν σε πρώτη φάση, την εξοικονόμηση ενέργειας, την αποθήκευση ενέργειας και την καινοτομία. Ειδικά για την εξοικονόμηση ενέργειας, υπογραμμίζεται ότι είναι γενικά ο μεγαλύτερος, λιγότερο ακριβός, πιο αβλαβής, πιο γρήγορα εφαρμόσιμος, και πιο παραμελημένος τρόπος παροχής ενεργειακών υπηρεσιών.

Υδροηλεκτρικά

Σχετικά με τα Υδροηλεκτρικά (ΥΗ), κατασκευάζονται εικοσιπέντε (25) νέα μεγάλα Υδροηλεκτρικά Έργα (ΥΗΕ) και προστίθενται 5.000 εκατ. κυβικά μέτρα αποθήκης νερού. Θωρακίζεται, έτσι, η χώρα για την αντιμετώπιση παρατεταμένων περιόδων ξηρασίας.

Υπεράκτια αιολικά πάρκα

Στην Ελλάδα, καθυστέρησε η ανάπτυξη υπεράκτιων αιολικών πάρκων, λόγω, κυρίως, του μεγάλου βάθους των ελληνικών θαλασσών και της ανάπτυξης υπεράκτιων αιολικών σταθερής θεμελίωσης στον πυθμένα της θάλασσας. Η Ελλάδα, ωστόσο, μπορεί να γίνει ένας από τους πρωτοπόρους στην εγκατάσταση πλωτών αιολικών κατά την περίοδο 2021- 2050.

Εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα υδρογονανθράκων

Σε ό,τι αφορά στα εκμεταλλεύσιμα αποθέματα κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην Ελλάδα, οι εκτιμήσεις της Επιτροπής Ενέργειας της Ακαδημίας Αθηνών, όπως καταγράφηκαν πριν από περίπου 3 έτη, ήταν ότι ανέρχονται σε περίπου 20 δισεκατομμύρια ισοδύναμων βαρελιών πετρελαίου (πετρέλαιο + φυσικό αέριο). Συνεπώς, πρέπει να ληφθεί υπόψη η δυνατότητα παρουσίας υποθαλάσσιων κοιτασμάτων υφαλογεννών ασβεστολίθων (κοιτασμάτων φυσικού αερίου «τύπου Zohr»). Υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις ότι βρίσκονται εντός της Ελληνικής επικράτειας τουλάχιστον 30 στόχοι κοιτασμάτων «τύπου Zohr». Η Ελλάδα, επομένως, έχει βάσιμες πιθανότητες να διαπιστωθούν και να παραχθούν σημαντικές ποσότητες ΦΑ που θα μπορούσαν σε ορίζοντα 35ετίας να φθάσουν τα 5 τρισ. m3 και να αντικαταστήσουν πλήρως το εισαγόμενο στην χώρα μας ΦΑ, αλλά και να την καταστήσουν χώρα παραγωγό «Μπλε Υδρογόνου» κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου 2021-2050.

Ο ρόλος του Υδρογόνου

Το υδρογόνο είναι ένα καύσιμο που όταν παράγεται από ΑΠΕ («πράσινο» υδρογόνο») , είναι κλιματικά ουδέτερο, απαλλαγμένο πλήρως από εκπομπές άνθρακα, παρέχει πολλά πλεονεκτήματα σε σχέση με άλλα καύσιμα και προβλέπεται να συμβάλλει στο μηδενικό ανθρακικό αποτύπωμα της χώρας. Υπάρχουν, όμως, σήμερα, πολλές δυσκολίες και προβλήματα, τα οποία αφορούν κυρίως στην παραγωγή και τη διακίνησή του. Η παραγωγή πράσινου υδρογόνου μπορεί να συνδυαστεί με την ανάπτυξη και χρήση υπεράκτιων αιολικών πάρκων. Η διακηρυγμένη υποστήριξή του υδρογόνου από την ΕΕ και άλλες κυβερνήσεις σε παγκόσμια κλίμακα, αναμένεται να το καθιερώσει σαν μια σημαντική συνισταμένη του μελλοντικού ενεργειακού μείγματος στη μετά το 2050 εποχή. Τα συνθετικά ηλεκτροκαύσιμα, που συνδέονται με το υδρογόνο και μπορούν να παραχθούν σαν τμήμα της διαδικασίας παραγωγής του, αποτελούν μια πολλά υποσχόμενη λύση, κυρίως για το μεσοδιάστημα μέχρι το 2050 και, κυρίως, όταν για την παραγωγή τους δεσμεύονται ενώσεις άνθρακα (κυρίως CO2) από την ατμόσφαιρα.

Η χρήση του υδρογόνου ως καυσίμου, είναι σήμερα ανταγωνιστική σε ορισμένες βιομηχανικές χρήσεις ενώ δεν είναι σε ορισμένες περιπτώσεις μεταφορών, όπου η ηλεκτροκίνηση δεν μπορεί να εφαρμοστεί. Το υδρογόνο και τα συνθετικά καύσιμα αναμένεται να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο σε σχέση με τη διαχείριση των ηλεκτρικών δικτύων για την αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ. Η μεταφορά υδρογόνου αναμεμειγμένου με φυσικό αέριο σε ποσοστό περίπου 10-15%, είναι ένας υποσχόμενος τρόπος μεταφοράς του υδρογόνου από το υπάρχον δίκτυο αγωγών φυσικού αερίου. Η Ελλάδα έχει μια αυξημένη δυναμική για παραγωγή πράσινου υδρογόνου λόγω της μεγάλης διαθεσιμότητας ΑΠΕ. Θα μπορούσε, επομένως, να επικεντρωθεί στην παραγωγή και εξαγωγή υδρογόνου και συνθετικών καυσίμων σε ανταγωνιστικές τιμές προς εκείνες τις χώρες που δεν διαθέτουν πολλές ΑΠΕ.

Ο ρόλος των δικτύων διανομής

Στο σύγχρονο περιβάλλον μετάβασης σε ένα νέο μοντέλο λειτουργίας, στα πλαίσια της οικονομίας χαμηλού άνθρακα, ο ρόλος των δικτύων διανομής γίνεται εξαιρετικά σημαντικός. Ο ενεργειακός μετασχηματισμός προς ένα πιο αποκεντρωμένο και φιλικό προς το περιβάλλον σύστημα, με αυξανόμενη διείσδυση των διεσπαρμένων ανανεώσιμων μονάδων παραγωγής, ενεργών καταναλωτών και ενεργειακών κοινοτήτων, αποθήκευσης και ηλεκτρικών οχημάτων, αλλάζει τον τρόπο λειτουργίας και αναδεικνύει τον πρωταγωνιστικό τους ρόλο. Η ασφαλής και αποδοτική διαχείριση ενός πολύπλοκου συστήματος ενέργειας, απαιτεί εφαρμογές καινοτόμων τεχνολογιών ψηφιοποίησης και αποκεντρωμένου ελέγχου.

Ο μετασχηματισμός των τομέων της τελικής κατανάλωσης ενέργειας στην Ελλάδα είναι κεφαλαιώδους σημασίας για την επίτευξη της κλιματικής ουδετερότητας. Απαιτείται π.χ. στροφή σε ηλεκτρικά αυτοκίνητα και σε αντλίες θερμότητας για θέρμανση και ψύξη. Γι’ αυτό, είναι σημαντική η δημιουργία κατάλληλων υποδομών φόρτισης και, επιπλέον, ο ηλεκτρισμός να προέρχεται αποκλειστικά από πηγές που δεν εκπέμπουν CO2. Γι’ αυτό, όπως ήδη αναφέρθηκε, απαιτείται έγκαιρη και μεγάλη ανάπτυξη συστημάτων αποθήκευσης (μπαταρίες), με τη δυνατότητα να αποθηκεύουν μεγάλες ποσότητες ηλεκτρικού ρεύματος για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αυτό είναι μια προϋπόθεση για να μπορέσουν να καλύψουν οι ΑΠΕ το 100% των ενεργειακών αναγκών. Ο μετασχηματισμός αυτός, μέχρι το 2030, θα βασίζεται κυρίως στην εξοικονόμηση ενέργειας, ενώ, μετά το 2030, θα πρέπει να συνδυάζεται με θεαματική υποκατάσταση των μορφών ενέργειας μέσω ηλεκτρισμού και καυσίμων μηδενικού ανθρακικού αποτυπώματος. Η εξοικονόμηση ενέργειας και εν γένει η ενεργειακή αποδοτικότητα, πρέπει να αναπτυχθούν θεαματικά, ώστε να αποφευχθεί η ανάγκη παραγωγής μεγάλων ποσοτήτων συνθετικών καυσίμων και υδρογόνου.

Λοιποί Καθοριστικοί παράγοντες

Κορυφαίος στόχος παραμένει ο περιορισμός των εκπομπών CO2. Στους στόχους της ελληνικής ενεργειακής πολιτικής είναι η μετάβαση σε μηδενικό αποτύπωμα άνθρακα», το αργότερο μέχρι το έτος 2050. Η συμφωνία των Παρισίων για το κλίμα, προβλέπει τη δραστική μείωση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου, ώστε να περιοριστεί η άνοδος της θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας. Η ΕΕ, τον Ιούλιο του 2021, παρουσίασε σειρά νομοθετημάτων, υπό τον τίτλο «Fit for 55», με κεντρική απόφαση της τη μείωση των εκπομπών του CO2, το 2030, κατά 55%, σε σχέση με το 1990. Η διείσδυση των ΑΠΕ, ώστε να αποτελούν – το 2030 – το 40% του συνόλου της κατανάλωσης ενέργειας μπορεί να οδηγήσει σε μηδενικό αποτύπωμα άνθρακα και στην ενεργειακή αυτοδυναμία της χώρας.

Όμως, με εξαίρεση τα υδροηλεκτρικά εργοστάσια, τα οποία μπορούν να έχουν μία σταθερή και προβλεπόμενη παραγωγή, ο αέρας και ο ήλιος έχουν στοχαστικότητα και κυμαινόμενη παραγωγή. Θεωρείται, επομένως, εξαιρετικά δύσκολο οι ενεργειακές ανάγκες μιας χώρας να καλυφθούν μόνο από αυτές τις τρεις πηγές (υδροηλεκτρικά, αιολικά, ηλιακά). Με δεδομένη την ανάγκη άμεσης και πλήρους απολιγνιτοποίησης, η λύση για την ομαλή μετάβαση προς το 2050, είναι η χρήση του φυσικού αερίου. Το ΦΑ για θέρμανση και κυρίως για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, θα αποτελέσει το καύσιμο-γέφυρα για την ενεργειακή μετάβαση σε μηδενικές εκπομπές άνθρακα, για τις επόμενες δεκαετίες. Η ύπαρξη εργοστασίων παραγωγής ενέργειας με ΦΑ, θα επιτρέψει στο μέλλον, την ανάπτυξη και έγκαιρη διείσδυση των ΑΠΕ, για να επιτευχθεί ο σχετικός στόχος της ΕΕ για το 2030 και το 2050. Παραμένει, ωστόσο όμως, βασικός στόχος το μηδενικό ανθρακικό αποτύπωμα και η ενεργειακή αυτοδυναμία της Ελλάδος

Η σημερινή ακρίβεια στις τιμές ενέργειας, ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου

Ολόκληρη η ΕΕ υποφέρει σήμερα από ασυνήθιστα υψηλές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας, με τη χώρα μας να βαρύνεται με τις υψηλότερες. Οι πηγές της ακρίβειας είναι η στενότητα παροχής ΦΑ σε σχέση με τη ζήτηση και η τεχνητή αύξηση των τιμών μέσω των δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων από την ΕΈ.

Τόσο οι τιμές του φυσικού αερίου όσο και οι τιμές των δικαιωμάτων εκπομπών επηρεάζονται, σε σοβαρό βαθμό, από τις πολιτικές επιλογές της ΕΕ. Η μεν αύξηση των τιμών δικαιωμάτων ρύπων αποτελεί βασική επιλογή της ευρωπαϊκής στρατηγικής για την πράσινη μετάβαση (green transition) η οποία δεν αμφισβητείται, πρέπει όμως να υπάρξει φροντίδα για μία ισορροπημένη εξέλιξη των τιμών ώστε να μην δημιουργηθούν έντονες διακυμάνσεις και αντιδράσεις. Μεγαλύτερη ανάγκη σαφούς προσδιορισμού εμφανίζεται να έχει η πολιτική της ΕΕ όσον αφορά το ΦΑ. Το εξαιρετικά σημαντικό για την Ευρώπη αυτό καύσιμο, αφήνεται να εμπλέκεται σε γεωπολιτικές αντιπαλότητες, ενώ η ΕΕ παρουσιάζει μια αμφιθυμία για το αν πρέπει ή δεν πρέπει να αποτελέσει το «ενδιάμεσο» καύσιμο μέχρις ότου καταστεί δυνατή η πλήρης κυριαρχία των ΑΠΕ, υπάρχει δε κατ’ ακολουθία, διάσταση απόψεων όσον αφορά στην ένταξή του ΦΑ στην ταξινόμηση των επιδοτούμενων επενδύσεων. Προκύπτει, έτσι, ανάγκη για την Ευρώπη να διαμορφώσει ένα νέο ενεργειακό δόγμα με το οποίο ο κορυφαίος στόχος, που παραμένει πάντοτε η πράσινη μετάβαση, να διασφαλιστεί με την ύπαρξη ενδιάμεσου καύσιμου σε προσιτές τιμές. Και αν το ΦΑ αποτελεί την περισσότερο κατάλληλη επιλογή, πρέπει να υποστηριχθούν οι κάθε μορφής επενδύσεις που εξασφαλίζουν την επαρκή παροχή, μεταφορά και αποθήκευσή του χωρίς την επιβολή περιβαλλοντολογικών προδιαγραφών που είναι είτε τεχνικά ανέφικτες ή ανεβάζουν υπέρμετρα το κόστος της ηλεκτροπαραγωγής.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣ

Βασικό συμπέρασμα της Ημερίδας είναι ότι η ελαχιστοποίηση της ενεργειακής εξάρτησης αποτελεί για την Ελλάδα στόχο επιθυμητό και επιτεύξιμο. Εισήγηση προς την Πολιτεία είναι όπως στην κατάρτιση της Εθνικής Στρατηγικής για την Ενέργεια και το Κλίμα (και πάντοτε στα πλαίσια των Ευρωπαϊκών προδιαγραφών και κανόνων), θέτει ως παράλληλο αλλά σημαντικό στόχο, την μείωση της ενεργειακής εξάρτησης της χώρας και να αξιολογεί την σχετική επίπτωση που έχει κάθε επί μέρους στοιχείο πολιτικής και κάθε θεσπιζόμενο μέτρο, στο δημόσιο χρέος και γενικότερα στην Εθνική Οικονομία.

Ως στοιχεία της στρατηγικής που θα συμβάλουν στον στόχο μείωσης της ενεργειακής εξάρτησης θεωρούνται επιγραμματικά:

  • Η θέσπιση κινήτρων που ενθαρρύνουν την εξοικονόμηση ενέργειας με τον περιορισμό της σπατάλης ή την αύξηση της ενεργειακής αποδοτικότητας.
  • Η αποσαφήνιση της νομοθεσίας που θα κινήσει το επενδυτικό ενδιαφέρον για ανάπτυξη και εγκατάσταση συστημάτων αποθήκευσης ηλεκτρισμού.
  • Ομοίως για δημιουργία αποθηκευτικών χώρων για φυσικό αέριο.
  • Η προαγωγή της καινοτομίας, της επιστήμης και της τεχνολογίας της ενέργειας στην Ελλάδα.
  • Η πλήρης αξιοποίηση του δυναμικού όλων των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
  • Η παραγωγή βιοκαυσίμων και συνθετικών καυσίμων.
  • Η ενίσχυση πρωτοβουλιών που στοχεύουν στην παραγωγή πράσινου υδρογόνου.
  • Στα πλαίσια της δίκαιης μετάβασης στην μεταλιγνιτική εποχή, η μελέτη δυνατότητας μετατροπής του λιγνίτη σε «καθαρό» καύσιμo.
  • Η αποτελεσματική από-ανθρακοποίηση στις μεταφορές και τη βιομηχανία, καθώς και στην ψύξη και τη θέρμανση των κτηρίων.
  • Η χρήση των καταλληλότερων τεχνολογιών και η ευελιξία του ενεργειακού συστήματος.
  • Η συντονισμένη προσπάθεια για ανακάλυψη κοιτασμάτων Φυσικού Αερίου στην Ελληνική Επικράτεια.
  • Αναζήτηση και προώθηση κάθε μέτρου με το οποίο επιτυγχάνεται η μείωση του ενεργειακού κόστους.

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΑΘΗΝΩΝ

Η Ακαδημία Αθηνών, εντείνοντας την προσπάθειά της για αντικειμενική και υπεύθυνη ενημέρωση της Ελληνικής Κοινωνίας και της Πολιτείας, οργάνωσε την Ημερίδα αυτή αφιερωμένη στο μείζον θέμα της ενεργειακής αυτοδυναμίας της χώρας. Βάσει των κάτωθι συμπερασμάτων, η ενεργειακή αυτοδυναμία της Ελλάδος ως στρατηγική επιλογή στηριγμένη στην ευρωπαϊκή πολιτική, στα ελληνικά ενεργειακά δεδομένα, στην προστασία του περιβάλλοντος και στην αποφυγή της κλιματικής αλλαγής, κρίνεται επιβεβλημένη.

Σε ό,τι αφορά στο ενεργειακό μέλλον, η Ακαδημία Αθηνών θα συνεχίσει να συμβάλλει στην αναζήτηση νέων τεχνολογιών για παραγωγή, μετατροπή, διανομή, αποθήκευση και βέλτιστη χρήση της ενέργειας, στην ενεργειακή ασφάλεια με βάση τη βέλτιστη αξιοποίηση και χρήση των εγχώριων, κυρίως των ανανεώσιμων ενεργειακών πηγών, στην προοπτική ανάδειξης του Ελληνικού Φυσικού Αερίου, ως καυσίμου μετάβασης στο πλαίσιο της απανθρακοποίησης, στην αντιμετώπιση των προκλήσεων της κλιματικής αλλαγής που αφορούν στην ενέργεια, στην κινητοποίηση και τον συντονισμό των φορέων της Πολιτείας για την διεύρυνση της έρευνας στον τομέα της ενέργειας και στην ανάπτυξη ισχυρών δεσμών με την Ευρωπαϊκή και την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα.

Comments are closed.