ΟΗΕ: Η υπερθέρμανση του πλανήτη θα προκαλέσει τρομερά δεινά στην ανθρωπότητα

Η νέα έκθεση των Ηνωμένων Εθνών για το κλίμα προειδοποιεί για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.

Ο μισός παγκόσμιος πληθυσμός είναι πλέον «πολύ ευάλωτος» στις σκληρές και αυξανόμενες συνέπειες της κλιματικής αλλαγής και η «αδράνεια» των ηγετών για το κλίμα κινδυνεύει να μειώσει τις λίγες ευκαιρίες για ένα «βιώσιμο μέλλον» στον πλανήτη, προειδοποιεί ο ΟΗΕ.

Η νέα έκθεση των ειδικών του ΟΗΕ για το κλίμα (Giec) που δημοσιοποιήθηκε σήμερα είναι σαφής: οι συνέπειες της υπερθέρμανσης που προκαλείται από τις ανθρώπινες δραστηριότητες δεν έχουν να κάνουν μόνο με το μέλλον.

Οι Ξηρασίες, πλημμύρες, καύσωνες, πυρκαγιές, διατροφική ανασφάλεια, λειψυδρία, ασθένειες, άνοδος της στάθμης της θάλασσας έχουν καταστήσει ευάλωτους   περίπου 3,3 με 3,6 δισεκ. ανθρώπους παγκοσμίως, υπογραμμίζει η σύνοψη της έκθεσης, αναφερόμενη σε «εκείνους που λαμβάνουν τις αποφάσεις», από τα 195 κράτη μέλη που διαπραγματεύθηκαν τα σημεία της έκθεσης, στα πλαίσια της διαδικτυακής συνόδου.

Και δεν είναι παρά μόνο η αρχή. Αν ο κόσμος δεν αποφασίσει γρήγορα να μειώσει δραστικά τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, θα βρεθεί αντιμέτωπος με έναν κατακλυσμό αναπόφευκτων και «μερικές φορές μη αναστρέψιμων» συνεπειών τις επόμενες δεκαετίες.

«Είδα πολλές επιστημονικές εκθέσεις στη ζωή μου, αλλά τίποτα που να συγκρίνεται με αυτήν», δήλωσε ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες, ο οποίος έκανε λόγο για «μια συσσώρευση ανθρώπινου πόνου», ενώ κατηγόρησε τους ηγέτες για αποτυχία στη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής».

Η Giec επισημαίνει ότι τα δεινά της κλιματικής αλλαγής που πλήττουν περισσότερο τους ευάλωτους  πληθυσμούς, όπως  είναι οι αυτόχθονες πληθυσμοί ή οι φτωχές χώρες. Από τα δεινά αυτά όμως  δεν θα γλιτώσουν ούτε οι πλούσιες χώρες όπως φαίνεται και από το παράδειγμα της  Γερμανίας με τις πλημμύρες ή των ΗΠΑ  με τις πυρκαγιές το περασμένο έτος.

Η υπερθέρμανση «μας στοιχειώνει. Το να την αγνοούμε δεν είναι πλέον επιλογή», δήλωσε Χανς-Ότο Πόρτνερ, συμπρόεδρος της ομάδας της Giec που ετοίμασε την έκθεση αυτή.

Η θερμοκρασία του πλανήτη έχει αυξηθεί κατά μέσο όρο περίπου κατά 1,1 βαθμό Κελσίου σε σχέση με την προβιομηχανική εποχή,  για τον λόγο αυτό η παγκόσμια κοινότητα δεσμεύθηκε το 2015 με τη συμφωνία του Παρισιού να περιορίσει την αύξηση της θερμοκρασίας αρκετά πιο κάτω από τους 2 βαθμούς Κελσίου και αν είναι δυνατόν στον 1,5 βαθμό.

Στο πρώτο μέρος της Giec που δημοσιοποιήθηκε τον περασμένο Αύγουστο, αναφέρεται ότι ο στόχος του 1,5 βαθμού  θα μπορούσε να επιτευχθεί γύρω στο 2030, δέκα χρόνια νωρίτερα απ΄ό,τι υπολογιζόταν. Ωστόσο σύμφωνα με την έκθεση, υπάρχει μια μικρή πιθανότητα ο υδράργυρος να πέσει κάτω του  1,5 βαθμού  μέχρι τα τέλη του αιώνα σε περίπτωση υπέρβασης.

Στο δεύτερο μέρος που δημοσιοποιήθηκε σήμερα ( το τρίτο μέρος αναφορικά με τις λύσεις για την μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου θα δημοσιευθεί αρχές Απριλίου) υπογραμμίζεται  πως ακόμη και μια προσωρινή υπέρβαση του 1,5 βαθμού θα προκαλούσε νέες «μη αναστρέψιμες»  ζημιές στα ευαίσθητα οικοσυστήματα, όπως οι πόλοι, τα βουνά και οι ακτές,  οι οποίες θα μπορούσαν να επιφέρουν ένα ντόμινο εφέ  στις κοινότητες που ζουν εκεί.

Οι καταστροφικές συνέπειες θα αυξάνονται με «κάθε επιπλέον κλάσμα μονάδας υπερθέρμανσης», από τον πολλαπλασιασμό των πυρκαγιών μέχρι την τήξη του περμαφρόστ.

Η έκθεση προβλέπει επίσης ότι θα εξαφανιστεί  το 3 έως 14% των χερσαίων ειδών ακόμη και με +1,5 βαθμό Κελσίου, και πως με ορίζοντα το 2050, περίπου ένα δισεκ. άνθρωποι θα ζουν σε παράκτιες ζώνες που κινδυνεύουν, σε μεγάλες παραλιακές πόλεις ή σε μικρά νησιά.

«Η προσαρμογή είναι κρίσιμη για την επιβίωσή μας», δήλωσε ο Πρωθυπουργός της Αντίγκουα και Μπαρμπούντα, Γκαστόν Μπράουν που προεδρεύει της Συμμαχίας μικρών νησιωτικών κρατών (AOSIS), καλώντας τις ανεπτυγμένες χώρες να τηρήσουν τη δέσμευσή τους για αύξηση της κλιματικής βοήθειας στις φτωχές χώρες, προκειμένου να προετοιμαστούν για τις προαναγγελλόμενες καταστροφές.

H έκθεση διαπιστώνει πως παρά κάποιες προόδους, οι προσπάθειες προσαρμογής είναι στην πλειονότητά τους «κατακερματισμένες, σε μικρή κλίμακα» και πως χρειάζεται άμεσα αλλαγή στρατηγικής.

Όμως από ένα σημείο και έπειτα, η προσαρμογή δεν είναι  δυνατή. Ορισμένα οικοσυστήματα ωθούνται ήδη «πέρα από τις δυνατότητες τους» και άλλα θα τα ακολουθήσουν αν η συνεχιστεί η υπερθέρμανση, προβλέπει η Giec, υπογραμμίζοντας πως πρέπει να αυξηθεί ο ρυθμός μείωσης των εκπομπών άνθρακα.

Αντίθετα, «αν παραμείνουμε στις τωρινές δεσμεύσεις, οι εκπομπές αναμένεται να αυξηθούν σχεδόν 14% στη διάρκεια αυτής της δεκαετίας. Θα ήταν μια καταστροφή. Κάθε ευκαιρία να διατηρήσουμε τον στόχο του 1,5 βαθμού Κελσίου εν ζωή θα εξαλειφθεί», είπε ο Αντόνιο Γκουτέρες, χαρακτηρίζοντας ως  «ένοχες» τις χώρες με τις μεγάλες εκπομπές ρύπων «που βάζουν φωτιά στο μοναδικό σπίτι που έχουμε».

«Αυτή η παραίτηση ηγεσίας είναι εγκληματική», τόνισε.

Παρά τις διαπιστώσεις αυτές, πολλά κράτη, κυρίως η Κίνα, η Ινδία και η Σαουδική Αραβία προσπάθησαν στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων να πετύχουν την απαλοιφή αναφορών στον στόχο του +1,5 βαθμού, σύμφωνα με πληροφορίες του Γαλλικού Πρακτορείου.

Η Συμφωνία της Γλασκώβης που εγκρίθηκε στη διάσκεψη του ΟΗΕ για το κλίμα COP26, στα τέλη του 2021 καλεί ωστόσο τα κράτη να ενισχύσουν τη φιλοδοξία τους και την κλιματική δράση τους έως την COP27 που θα διεξαχθεί στην Αίγυπτο τον Νοέμβριο, με την ελπίδα ότι δεν θα ξεπεραστεί το όριο.

«Ας μην ξεχνάμε ένα πράγμα: είμαστε στο ίδιο σκάφος», σχολίασε ο πρώην Πρωθυπουργός του Τουβαλού, Ενέλε Σοποάγκα. «Είτε θα του επιτρέψουμε να επιπλεύσει, είτε θα το αφήσουμε να βουλιάξει και θα πνιγούμε όλοι».

Comments are closed.